- στοίχος
- ο / στοῑχος, ΝΑ1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ.γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.)2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομήςαρχ.1. κιονοστοιχία2. σειρά πασσάλων με βρόχους για τη σύλληψη θηράματος3. ποιητικός στίχος («ἔπη ἀλλότρια τοῡ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)4. αριθμητική σειρά5. χρονολογική σειρά («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», Παυσ.)6. χρονικό διάστημα («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)7. ορισμένη χρονική περίοδος («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)8. φρ. «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — στοιχηδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- τού στείχω και συνδέεται με τα αλβ. shtek, shtegu «πέρασμα, δρόμος», γοτθ. staiga και αρχ. άνω γερμ. steiga «μονοπάτι» (βλ. και λ. στείχω)].
Dictionary of Greek. 2013.